- Ἴφη
- Ἴφιςfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἴφη — ἴ̱φη , ἴπτομαι press hard aor ind mp 3rd sg ἴπτομαι press hard aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέριφος — (I) ίφη, ον, Α 1. στερεός, σταθερός, ασφαλής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στέριφος η στείρα πλοίου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον α) η ρίζα βράχου β) έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ τού… … Dictionary of Greek